-
1 развитие
-я ουδ.1. ανάπτυξη, αύξηση, μεγάλωμα•развитие промышленности ανάπτυξη της βιομηχανίας•
развитие мускулатуры ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος•
развитие памяти ανάπτυξη της μνήμης.
2. εξέλιξη• ωριμότητα•развитие событий η εξέλιξη των γεγονότων•
политическое развитие πολιτική ωριμότητα.
-
2 развитие
разви́т||иес в разн. знач. ἡ ἀνάπτυξη [-ις]/ ἡ ἐξέλιξη [-ις] (эволюция):у́м-ственное \развитие ἡ διανοητική ἀνάπτυξη [-ις]· \развитие событий ἡ ἐξέλιξη [-ις] τῶν γεγονότων \развитие промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· законы общественного \развитиеия οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἐξέλιξης. -
3 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
4 экономика
1. (учебная и научная дисциплина) τα οικονομικά, η οικονομική επιστήμη, η οικονομολογία, η οικονομική 2. (народное хозяйство) η οικονομί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экономика
-
5 рост
рост м 1) το ανάστημα, το μπόι 2) (развитие) η ανάπτυξη; η αύξηση (увеличение)9 \рост благосостояния η άνοδος της ευημερίας* * *м1) το ανάστημα, το μπόι2) ( развитие) η ανάπτυξη; η αύξηση ( увеличение)рост благосостоя́ния — η άνοδος της ευημερίας
-
6 рост
ростм1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα. -
7 техника
-и θ.1. η τεχνική•развитие -и η ανάπτυξη της τεχνικής•
передовая техника πρωτοπόρα τεχνική•
достижения науки итехникаи οι επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής.
|| αθρσ. οι μηχανές, τα μηχανικά μέσα. || τεχνικός εξοπλισμός, τεχνικά μέσα•военная техника τα πολεμικά τεχνικά μέσα•
техника сельского хозяйства τα τεχνικά αγροτικά μέσα.
2. τεχνικοί κανόνες• δεξιοτεχνία•техника шахматной игры η τέχνη του σκακιού•
музыкальная техника μουσική δεξιοτεχνία.
εκφρ.техника безопасности – τα μέτρα προστασίας από ατυχήματα στον τόπο της δουλειάς. -
8 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
9 физический
επ.1. φυσικός, της φυσικής•-ие теории θεωρίες φυσικής•
физический факультет η φυσική σχολή•
-ие опыты πειράματα φυσικής.
2. της φύσης•-ие свойства почвы οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους.
3. σωματικός•-ое развитие σωματική ανάπτυξη•
-ак усталость σωματική κούραση•.физическийое воспитание σωματική (φυσική) αγωγή•
-ие упражнения σωματικές ασκήσεις•
βλ. физкультура- -ая сила σωματική δύναμη•физический труд σωματική εργασία•
-ое воздержание σεξουαλική εγκράτεια.
εκφρ.- ая география – φυσική γεωγραφία. -
10 подъём
1. (поднятие, поднимание) η ανύψωση, η άρση 2. (уклон дороги) η ανηφόρα, ο ανήφοροςкрутой - απότομη - 3 ав. (набор высоты) η άνοδος, η ανάβαση4. (рост, развитие) η ανάπτυξη, η άνοδος 5. (воодушевление) ο ενθουσιασμός 6. (верхняя часть стопы) το κουντεπιέ, κουτεπιέ (ξεν.), το πάνω μέρος της καμάρας του πέλματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъём
-
11 развёртывание
1. (чистовая обработка отверстий с помощью развёртки) η διεύρυνση της οπής (με ραΐμπλα) 2 (снятие обёртки) το εκτύλιγμα 3. (раскатывание, напр. рулона) το ξετύλιγμα, η εκτύλιξη 4. (широкое развитие) η ανάπτυξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развёртывание
-
12 μεσολαβώ
(ε) αμετ.1) посредничать, быть посредником; ходатайствовать, заступаться; 2) находиться, лежать между;μεταξύ των δυό αυτών χωριών μεσολαβει ένα ποτάμι — между двумя этими сёлами протекает река;
3) проходить, протекать (о времени);μεσολαβων χρόνος — промежуток времени, интервал;
από των εκλογών μέχρι σήμερον εμεσολάβησαν δυό έτη с момента выборов до сегодняшнего дня прошло два года;4) происходить, случаться; вклиниваться, вторгаться (о событиях и т. п.); επιβραδύνθηκε η ανάπτυξη της οικονομίας γιατί μεσολάβησε ο πόλεμος развитие экономики замедлилось из-за войны; από τότε μεσολάβησαν πολλά ενδιαφέροντα с тех пор произошло много интересного;αν δεν μεσολαβήσει τίποτε — если ничего не произойдёт
-
13 всесторонний
επ.πολύπλευρος, πολυμερής• λεπτομερής•-ее развитие πολύπλευρη ανάπτυξη•
всесторонний разбор дела λεπτομερής εξέταση της υπόθεσης.
-
14 речь
-и, πλθ. речи-и θ.1. λόγος, ομιλία•органы -и τα όργανα του λόγου•
развитие -и ανάπτυξη του λόγου (ομιλίας)•
устная речь προφορικός λόγος•
письменная речь γραπτός λόγος.
2. προφορά, γλώσσα•изысканная, речь περίτεχνη γλώσσα•
отчтливая речь καθαρή ομιλία ή προφορά.
3. ύφος, στυλ•стихотворная речь ο ποιητικός λόγος.
4. κουβέντα•речь идёт γίνεται λόγος•
речь шла γίνονταν λόγος•
об этом и -и нет γι αυτό καμιά κουβέντα, ούτε λόγος (δε γίνεται)•
опять он завл речь о ней πάλι αυτός άρχισε την κουβέντα γι αυτήν.
5. αγόρευση•речь прокурора η αγόρευση του εισαγγελέα•
защитительная речь η αγόρευση της υπεράσπισης.
-
15 правильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σωστός, ορθός•-ое произношение σωστή προφορά•
правильный ответ σωστή απάντηση.
|| κανονικός, αρμονικός•-ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.
|| ομαλός•правильный глагол ομαλό ρήμα•
-ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.
2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.3. ρυθμικός•-ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.
4. συμμετρικός•правильный нос κανονική μύτη.
εκφρ.правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.επ.ομαλυντικός• λειαντικός. -
16 стихийный
επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.1. του στοιχείου της φύσης•-ое бедствие θεομηνία.
|| έμφυτος, ενυπάρχων•стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).
|| ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).2. αυθόρμητος•характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•
-ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•
стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.